σκάφη

σκάφη
Ορεινός οικισμός (95 κάτ., υψόμ. 520 μ.), στην επαρχία Σελίνου του νομού Χανίων. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (9 τ. χλμ., 199 κάτ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι δύο οικισμοί, η Πέρα Σκάφη (68 κάτ., υψόμ. 500 μ.) και το Αργαστήρι (36 κάτ., υψόμ. 650).
* * *
η, ΝΜΑ
1. κοίλο και επίμηκες ξύλινο ή μεταλλικό σκεύος στο οποίο ζυμώνεται το ψωμί, πλύνονται ρούχα, ποτίζονται τα ζώα
2. μικρό πλοιάριο («τῶν δὲ ναυτῶν ζητούντων φυγεῑν ἐκ τοῡ πλοίου καὶ χαλασάντων τὴν σκάφην εἰς τὴν θάλασσαν», ΚΔ)
3. φρ. «λέω τα σύκα σύκα και την σκάφη σκάφη» και «τὴν σκάφην σκάφην λέγειν» (Πλούτ.) ή «τὰ σῡκα σῡκα τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάσων» (Λουκιαν.)
λέω τα πράγματα με τα αληθινά ονόματά τους, χωρίς περιστροφές και προσποιητή λεπτότητα, είμαι ειλικρινής, ευθύς, ντόμπρος
νεοελλ.
1. μικρή και ελαφριά βάρκα χωρίς καρίνα, που χρησιμοποιείται συνήθως για μικρές υπηρεσίες και για τον καθαρισμό και χρωματισμό τού πλοίου στα τμήματα κοντά στην ίσαλο
2. τύπος ιστιοφόρου πλοίου («η σκαρωμένη σκάφη συνέδεεν ούτω πρόωρον γνωριμίαν με το κύμα», Παπαδ.)
3. στρατ. μεταλλικό κοίλωμα στα παλαιά εμπροσθογενή όπλα και πυροβόλα για την τοποθέτηση μικρής ποσότητας πυρίτιδας, που χρησίμευε για την ανάφλεξη τού γεμίσματος με πυρόλιθο ή με αναμμένο δαυλό
αρχ.
1. κάδος για λούσιμο, λουτήρας
2. λεκάνη ή δίσκος πάνω στον οποίο έφερναν αναθήματα και προσφορές οι σκαφηφόροι στα Παναθήναια
2. φορτηγό πλοίο
3. πλοιάριο γεμάτο με φορτίο («σκάφη ξύλων», πάπ.)
4. λίκνο, κούνια («ἐνθέμενος... εἰς σκάφην τὰ βρέφη», Πλούτ.)
5. τάφος, τύμβος («τὸ ἀκροστόλιον τῇ πόλει τῆς Παναθηναΐδος σκάφης καὶ τὸ ἕδος τῆς θεοῡ ἀνέστησεν», επιγρ.)
6. είδος ταινίας τής κεφαλής ή είδος επιδέσμου, σκάφιον* (Ι)
7. είδος κοίλου ηλιακού ρολογιού
8. φρ. «σκάφης μαρτύριον» — η σκάφευση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαφ- τού σκάπτω (βλ. σκάβω) + κατάλ. -η].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σκαφή — digging fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκάφη — trough fem nom/voc sg (attic epic ionic) σκάφος 2 hull of a ship neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σκάφος 2 hull of a ship neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) σκάπτω dig aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκάφῃ — σκάφη trough fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαφή — Ορεινός οικισμός (95 κάτ., υψόμ. 520 μ.), στην επαρχία Σελίνου του νομού Χανίων. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (9 τ. χλμ., 199 κάτ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι δύο οικισμοί, η Πέρα Σκάφη (68 κάτ., υψόμ. 500 μ.) και το Αργαστήρι (36 κάτ.,… …   Dictionary of Greek

  • σκαφῇ — σκάπτω dig aor subj pass 3rd sg σκαφῆι , σκαφεύς digger masc dat sg (epic ionic) σκαφή digging fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκάφη — η 1. οικιακό σκεύος στο οποίο ζυμώνεται το αλεύρι ή πλένονται τα ρούχα. 2. μικρή βάρκα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκαφή — η βλ. σκάψιμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πέρα Σκάφη — Ορεινός οικισμός (κάτ., υψόμ. 500 μ.), στην πρώην επαρχία Σελίνου του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Σκάφης …   Dictionary of Greek

  • θαλαμηγός — Σκάφη διαφόρων τύπων, από τους μικρούς ιστιοφόρους κέρκουρους έως τα πολυτελή ιστιοφόρα και ντιζελοκίνητα σκάφη ψυχαγωγίας. Συνηθέστερα ονομάζονται γιοτ, από την αγγλική ονομασία yαcht. Μια θ. με πανιά εφοδιάζεται συνήθως και με βοηθητική μηχανή …   Dictionary of Greek

  • σκαφέων — σκάφη trough fem gen pl (epic ionic) σκάφος 2 hull of a ship neut gen pl (epic doric ionic aeolic) σκαφεύς digger masc gen pl σκαφέω̆ν , σκαφεύς digger masc gen pl σκαφή digging fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”